- ιππάκη
- ἱππάκη, ἡ (Α) [ίππος]1. τυρί από γάλα φοράδας, που έτρωγαν οι Σκύθες («ἱππάκην τρώγουσιτοῡτο δ' ἐστὶ τυρὸς ἵππων», Ιπποκρ.)2. είδος φυτού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἱππάκη — mare s milk cheese fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἱππάκης mare s milk cheese masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππάκην — ἱππάκη mare s milk cheese fem acc sg (attic epic ionic) ἱππάκης mare s milk cheese masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππάκης — ἱππάκη mare s milk cheese fem gen sg (attic epic ionic) ἱππάκης mare s milk cheese masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιππάκης — ἱππάκης, ὁ (Μ) ιππάκη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού ίππάκη με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
ίππος — I Μονάδα μέτρησης της ισχύος που συμβολίζεται με CV (γαλλικά, Cheval Vapeur) ή HP (αγγλικά, Horse Power). H μονάδα CV χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση ισχύος μηχανών και ισούται με 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτερόλεπτο ή 736 W. Ο βρετανικός ι … Dictionary of Greek